- ἐγκουράς
- ἐγκουράςpainting on the ceilingfem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εγκουράς — ἐγκουράς ( άδος), η (Α) 1. ζωγραφιά στην οροφή, τοιχογραφία 2. στίγματα στο πρόσωπο 3. κουρεμένος … Dictionary of Greek
ἐγκουράδες — ἐγκουράς painting on the ceiling fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγκουράδι — ἐγκουράς painting on the ceiling fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)